- αδιάτακτος
- και -χτος, -η, -ο (Α ἀδιάτακτος, -ον) [διατάσσω]ατακτοποίητοςνεοελλ.1. αυτός που δεν πήρε διαταγή, που δεν τόν διέταξαν2. ακατάστατος, ανάγωγος3. αυτός που δεν συνετίσθηκε ή δεν είναι δυνατόν να συνετισθεί, ασύνετος, άμυαλος4. αυτός που πέθανε χωρίς να αφήσει διαθήκηαρχ.χωρίς τάξη, χωρίς οργάνωση, κακώς οργανωμένος («ἀδιάτακτος πόλις»).
Dictionary of Greek. 2013.